- προβίωτος
- προβῐ-ωτος, ον,A having had a prior existence, οὐ π. [ἡψυχὴ] τοῦ σώματος ἔσται Sophon. in de An.135.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβίωτος — ον, Μ [προβιῶ] (ιδίως για την ψυχή) αυτός που έχει προηγούμενη ύπαρξη, που προϋπήρξε … Dictionary of Greek